- επιελπομαι
- ἐπιέλπομαιἐπι-έλπομαιэп. = ἐπέλπομαι См. επελπομαι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιέλπομαι — ἐπιέλπομαι (Α) ποιητ. τ. τού επέλπομαι* … Dictionary of Greek
ἐπιέλπομαι — ἐπϊέλπομαι , ἐπέλπομαι have hopes of pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιέλπομ' — ἐπϊέλπομαι , ἐπέλπομαι have hopes of pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επέλπομαι — ἐπέλπομαι και επικ. τ. ἐπιέλπομαι (Α) ελπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έλπομαι «ελπίζω, προσδοκώ»] … Dictionary of Greek